- ταγέτης
- και δ. γρφ. ταγήτης και ταγίτης, ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη, μερικά από τα οποία περιέχουν ουσίες που χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική και στη χημική βιομηχανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tagetes πιθ. από το ον. Tages μιας αρχ. ετρουσκικής θεότητας].
Dictionary of Greek. 2013.