ταγέτης

ταγέτης
και δ. γρφ. ταγήτης και ταγίτης, ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη, μερικά από τα οποία περιέχουν ουσίες που χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική και στη χημική βιομηχανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tagetes πιθ. από το ον. Tages μιας αρχ. ετρουσκικής θεότητας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατιφές — Κοινή ονομασία ετήσιων ανθόφυτων. Οι κ. κατατάσσονται σε δύο ομάδες ποικιλιών: στους όρθιους και υψηλούς, που προήλθαν από το είδος ταγέτης ο ορθοφυής, και στους κατακείμενους (νάνοι), που προήλθαν από τον ταγέτη τοναναπεπταμένο. Και τα δύο… …   Dictionary of Greek

  • ταγήτης — ο, Ν βλ. ταγέτης …   Dictionary of Greek

  • ταγίτης — (tagetes). Γένος φυτών της οικογένειας των σύνθετων. Πρόκειται για ετήσιο ή πολυετές φυτό, ύψους 70 80 εκ. Τα φύλλα του είναι φτερωτά και τα άνθη του κίτρινα, πορτοκαλόχρωμα και σκούρα καστανά. Αριθμεί περισσότερα από 35 είδη τα κυριότερα από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”